- λυπούμενος
- λῡπούμενος , λυπέωgrievepres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
печаловатисѧ — ПЕЧАЛ|ОВАТИСѦ (56), ОУЮСѦ, ОУѤТЬСѦ гл. 1.Печалиться, огорчаться, скорбеть: ˫Ако аште о грѣсѣхъ болимъ и печалѹѥмъсѧ. отьсѣкаѥмъ грѣховьнѹѭ гръдынѫ и малѹ и велiкѹ. Изб 1076, 87 об.; ˫ависѧ… ѳеодосии г҃лѧ чьто тако печалѹѥшисѧ. или мьниши ˫ако азъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Minuscule 482 (Gregory-Aland) — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 482 John Evangelist folio 226 verso … Wikipedia
λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… … Dictionary of Greek
συνοφρυώνομαι — συνοφρυοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ [σύνοφρυς] νεοελλ. σουφρώνω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια, θυμό, ανησυχία ή βαθιά σκέψη, σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω αρχ. 1. σουφρώνω τα φρύδια μου από λύπη, λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», Ευρ. β.… … Dictionary of Greek